ἐπάντης

From LSJ
Revision as of 15:56, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάντης Medium diacritics: ἐπάντης Low diacritics: επάντης Capitals: ΕΠΑΝΤΗΣ
Transliteration A: epántēs Transliteration B: epantēs Transliteration C: epantis Beta Code: e)pa/nths

English (LSJ)

ες, rare form for ἀνάντης, A steep, Th.7.79.

German (Pape)

[Seite 903] ες, bergan, steil in die Höhe, λόφος Thuc. 7, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντης: -ες, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνάντης, ἀνηφορικός, «ὑψηλὸς» (Σουΐδ.), Θουκ. 7. 79.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui va en montant.
Étymologie: ἐπί, ἄντα.

Greek Monolingual

ἐπάντης, -ες (AM)
σπάν. τ. αντί ανάντης
ανηφορικός, υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άντης (< άντα «αντίκρυ, απέναντι») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αν-άντης)].

Greek Monotonic

ἐπάντης: -ες (ἄντα) = ἀνάντης, ανηφορικός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάντης: круто поднимающийся, крутой (λόφος Thuc.).

Frisk Etymological English

-ες
Grammatical information: adj.
Meaning: steep (Th. 7, 79).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like ἀν-, κατ-άντης a. o. from a noun ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. vv.) front with adjectivial σ-stem inflection; so prop. with the front-side shown .

Middle Liddell

ἐπ-άντης, ες ἄντα = ἀνάντης,]
steep, Thuc.

Frisk Etymology German

ἐπάντης: -ες
{epántēs}
Meaning: schroff, steil (Th. 7, 79).
Etymology : Wie ἀν-, κατάντης u. a. von einem Nomen ἀντ- in ἄντα, ἀντί (s. dd.) Vorderseite, Stirn mit adjektivischer σ-Stammflexion; somit eig. mit der Vorderseite zugewandt .
Page 1,532