διαθειόω

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθειόω Medium diacritics: διαθειόω Low diacritics: διαθειόω Capitals: ΔΙΑΘΕΙΟΩ
Transliteration A: diatheióō Transliteration B: diatheioō Transliteration C: diatheioo Beta Code: diaqeio/w

English (LSJ)

A fumigate thoroughly, εὖδιεθείωσεν μέγαρον Od.22.494.

German (Pape)

[Seite 578] (s. θειόω), mit Schwefel durchräuchern; Od. 22, 494 αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.

Greek (Liddell-Scott)

διαθειόω: καπνίζω τι καλῶς μὲ θεῖον, καθαρίζω ἐντελῶς, εὖ διεθείωσεν μέγαρον Ὀδ. Χ. 494.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διεθείωσεν;
répandre une vapeur de soufre à travers (une maison), acc..
Étymologie: διά, θειόω.

English (Autenrieth)

(θέειον): fumigate with sulphur, Od. 22.494†.

Spanish (DGE)

fumigar de arriba a abajo, completamente μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Od.22.494.

Greek Monotonic

διαθειόω: μέλ. -ώσω, απολυμαίνω εξολοκλήρου με θείο, θειαφίζω, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θειόω met zwavel reinigen.

Russian (Dvoretsky)

διαθειόω: окуривать серой (εὖ διεθείωσεν μέγαρον Hom.).

Middle Liddell

fut. ώσω
to fumigate thoroughly, Od.