εἰσαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 01:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰναγκάζω Medium diacritics: εἰσαναγκάζω Low diacritics: εισαναγκάζω Capitals: ΕΙΣΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: eisanankázō Transliteration B: eisanankazō Transliteration C: eisanagkazo Beta Code: ei)sanagka/zw

English (LSJ)

A force one thing into another, Hp.Art.47 (Pass.). 2 constrain, τινά A.Pr.292 (anap.) : c. inf., Pl.Ti.49a.

German (Pape)

[Seite 740] (hineinzwingen), zu Etwas zwingen; Aesch. Prom, 290; c. inf., Plat. Tim. 49 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἀναγκάζω τι νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἕτερον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814. 2) = τῷ ἁπλῷ ἀναγκάζω, τινὰ Αἰσχύλ. Πρ. 290· μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 49Α.

French (Bailly abrégé)

contraindre, acc..
Étymologie: εἰς, ἀναγκάζω.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰναγκάζω) • Alolema(s): ἐσ- A.Pr.290 (cód.), Hp.Art.47
1 obligar τό τε γάρ με ... ξυγγενὲς οὕτως ἐσαναγκάζει A.l.c., ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν ... εἶδος ἐπιχειρεῖν ... ἐμφανίσαι el razonamiento parece obligar a aclarar una especie difícil y vaga Pl.Ti.49a, ᾄδειν εἰσανάγκασόν με σύ Men.Sam.449.
2 introducir a la fuerza en v. pas. οὐκ ἠδύνατο ἡ φῦσα ἐσαναγκάζεσθαι Hp.l.c.
3 recaudar, cobrar τὸ ἐν τοῖς βυσσουργοῖς [ὂ] ν ὀφείλημα PTeb.702.10 (III a.C.).

Greek Monolingual

εἰσαναγκάζω (Α)
1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο
2. αναγκάζω.

Greek Monotonic

εἰσᾰναγκάζω: μέλ. -άσω, πιέζω, ωθώ, εξαναγκάζω σε κάτι, υποχρεώνω, επιβάλλω, τινά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαναγκάζω: принуждать (τινά Aesch.; ποιεῖν τι Plat.).

Middle Liddell

fut. άσω
to force into a thing, to constrain, τινά Aesch.