ἀναδέσμη

From LSJ
Revision as of 18:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδέσμη Medium diacritics: ἀναδέσμη Low diacritics: αναδέσμη Capitals: ΑΝΑΔΕΣΜΗ
Transliteration A: anadésmē Transliteration B: anadesmē Transliteration C: anadesmi Beta Code: a)nade/smh

English (LSJ)

ἡ, A band for women's hair, snood, πλεκτὴ ἀ. Il.22.469, cf. AP5.275 (Agath.), E.Med.978 Porson.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, Hauptbinde, Haarband der Frauen, πλεκτή, Il. 22, 469, neben κεκρύφαλος, wie Agath. 5 (V, 276) u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία πρὸς συγκράτησιν τῆς γυναικείας κόμης, κεφαλόδεσμος, ἀνάδημα, ὡς ἡ μίτρα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην, «σειρὰ ἣν κύκλῳ περὶ τοὺς κροτάφους ἀναδοῦσιν» (Εὐστ.), Ἰλ. Χ. 469, Ἀνθ. Π. 5. 276, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 978: - ἴδ. εἰκόνα ἐν τῇ τοῦ Σχλίεμ. Τρωάδι σ. 255. - καὶ πρβλ. δέσμα ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bandeau pour la chevelure des femmes.
Étymologie: ἀναδέω.

English (Autenrieth)

(ἀναδέω): head-band, πλεκτή, Il. 22.469†. (See cut.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
cinta para el cabello πλεκτή Il.22.469, χρυσέη E.Med.978, Nonn.D.5.133, ἀργυρέη AP 5.276 (Agath.).

Greek Monolingual

ἀναδέσμη, η (Α) ἀναδέω κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές.

Greek Monotonic

ἀναδέσμη: ἡ, ταινία για τα μαλλιά, κεφαλόδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, ἀνά-δεσμος, (ἀναδέω), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδέσμη: ἡ (женская) головная повязка Hom., Eur., Anth.

Middle Liddell


a band for the hair, a head-band, Il., Eur.:—so,