παιγνιώδης
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ες, = παίγνιος (playful, sportive, droll), Plu. Ages. 2 ; τὸ π. playfulness, X. HG 2.3.56 ; τὸ παιγνιωδέστερον Id. Smp. 2.26.
German (Pape)
[Seite 438] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνιώδης: -ες, (εἶδος) ἀστεῖος, διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ παιγνιώδης διάθεσις, ὁ ἀστεῖος χαρακτήρ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίγνιον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α παιγνιώδης, -ῶδες) παίγνιον
διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες
εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.).
επίρρ...
παιγνιωδώς (Α παιγνιωδῶς)
με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
Greek Monotonic
παιγνιώδης: -ες (εἶδος), παιχνιδιάρικος, διασκεδαστικός, σε Πλούτ.· τὸπαιγνιώδες, παιχνιδιάρικη διάθεση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παιγνιώδης: служащий для забавы, веселый Xen., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.
Middle Liddell
παιγνι-ώδης, ες εἶδος
playful, sportive, Plut.: τὸ παιγνιῶδες playfulness, Xen.