τιθύμαλος

From LSJ
Revision as of 11:25, 29 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

German (Pape)

[Seite 1113] ὁ, auch τιθύμαλλος geschrieben, die Wolfsmilch, euphorbia, von der schon die Alten mehrere Arten kennen: ἄῤῥην, auch χαρακίας, κομήτης, ἀμυγδαλοειδής, κωβιός, euphorbia maracias, Linn.; – θῆλυς, auch καρυΐτης, μυρτίτης, μυρσινίτης; – παράλιος, auch τιθυμαλίς genannt, ὴλιοσκόπιος u. ä.; der Saft und die Beeren wurden als Arznei gebraucht, Ar. Eccl. 405. Bei Dichtern kommt auch der heterogene plur. τιθύμαλα vor, bino. Scaev. ep. (IX, 217).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ἧττον δόκιμον τιθύμαλλος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, «γαλατσίδα», euphorbia, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 405· ἑτερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, Ἀνθ. Π. 9. 217. - Πολλὰ εἴδη ἀπαριθμοῦνται ὑπὸ τοῦ Διοσκ. 4. 165. Οἱ ἰατροὶ μετεχειρίζοντο τὸν χυμὸν αὐτοῦ ὡς καὶ τὸν καρπὸν ὡς καθαρτικὸν ἢ ἐμετικὸν φάρμακον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pl. hétér. τιθύμαλα;
euphorbe, plante.
Étymologie: DELG étym. obscure -- Babiniotis pê apparenté à l’idée de τιθή, « nourrice --> lait », car il s’agit d’une plante à suc laiteux.

Greek Monotonic

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «γαλατσίδα», euphorbia· ετερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

τῐθῠ́μᾱλος, ὁ,
spurge, euphorbia; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]