δεκατόω
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
A take tithe of a person, τινά Ep.Hebr.7.6:—Pass., pay tithe, ib.9.
German (Pape)
[Seite 543] mit dem Zehend belegen, τινά N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατόω: ὡς τὸ δεκατεύω, λαμβάνω δέκατον παρά τινος, τινὰ Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ζ΄, 6· ἐν τῷ παθ., πληρώνω δέκατον, αὐτόθι 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percevoir la dîme ; Pass. payer la dîme.
Étymologie: δέκατος.
Spanish (DGE)
I 1percibir, cobrar el diezmo c. gen. δουλείας ἡμῶν LXX 2Es.20.38
•c. ac. de pers. (τὸν) Ἀβραάμ (Melquisedec) cobró diezmo a Abraham, Ep.Hebr.7.6, Cyr.Al.Luc.1.300.6.
2 fig., astrol. ser dominante (σκόπει) τὸ τετράγωνον καὶ τίνι δεκατοῖ Cat.Cod.Astr.8(1).251.6.
II en v. med.-pas. ser sometido a pagar el diezmo, pagar el diezmo, Ep.Hebr.7.9, Gr.Nyss.Eun.1.634.
English (Strong)
from δεκάτη; to tithe, i.e. to give or take a tenth: pay (receive) tithes.
English (Thayer)
δεκάτῳ: perfect δεδεκάτωκα; perfect passive δεδεκατωμαι; (δέκατος); to exact or receive the tenth part (for which Greek writers use δεκατεύω (Winer's Grammar, 24)): with the accusative of person from whom, Winer's Grammar, § 40,4a.; Lightfoot St. Clement, Appendix, p. 414); passive to pay tithes (Vulg. decimor): ἀποδεκατόω.)
Greek Monotonic
δεκατόω: μέλ. -ώσω, όπως το δεκατεύω, παίρνω, λαμβάνω το δέκατο μέρος από κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., πληρώνω τη δεκάτη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτόω:
1) взимать десятину NT;
2) pass. платить десятину NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκατόω [δέκατος] tienden heffen van, tienden laten betalen.
Middle Liddell
like δεκατεύω, to take tithe of a person, τινα NTest.: Pass. to pay tithe, NTest.
Chinese
原文音譯:dekatÒw 得卡拖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(第)十
字義溯源:納十分之一,取十分之一;源自(δέκατος)=十分之一);而 (δέκατος)出自(δέκατος)=第十), (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 納了十分之一(1) 來7:9;
2) 取十分之一(1) 來7:6