καλλιφωνία

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφωνία Medium diacritics: καλλιφωνία Low diacritics: καλλιφωνία Capitals: ΚΑΛΛΙΦΩΝΙΑ
Transliteration A: kalliphōnía Transliteration B: kalliphōnia Transliteration C: kallifonia Beta Code: kallifwni/a

English (LSJ)

ἡ, A beauty of sound or pronunciation, D.H.Rh.1.5, 4.1, Luc.Pisc.22. 2 Gramm., euphony, D.T. (Suppl.) 675.14.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιφωνία: ἡ, ὡς τὸ εὐφωνία, ἀντίθ. τῷ κακοφωνία καὶ δυσφωνία, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 1. 5., 4. 1, Λουκ. Ἁλ. 22. 2) λαμπρότης φωνῆς Ἐπιφάν. 1. 564Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle voix, son agréable.
Étymologie: καλλίφωνος.

Greek Monolingual

η (AM καλλιφωνία) καλλίφωνος
1. η γλυκύτητα του ήχου ή της προφοράς, η ωραία φωνή
2. η ευφωνία.

Greek Monotonic

καλλιφωνία: ἡ, μελωδικότητα φωνής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐφωνία: ἡ красивое произношение, благозвучие Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιφωνία -ας, ἡ [καλλίφωνος] fraaie (woord)klank.

Middle Liddell

καλλιφωνία, ἡ,
beauty of sound, Luc. [from καλλίφωνος