κομψεία

From LSJ
Revision as of 12:47, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψεία Medium diacritics: κομψεία Low diacritics: κομψεία Capitals: ΚΟΜΨΕΙΑ
Transliteration A: kompseía Transliteration B: kompseia Transliteration C: kompseia Beta Code: komyei/a

English (LSJ)

ἡ, (κομψός) A daintiness, refinement, especially of language, τὰς… τοιαύτας κομψείας such-like refinements, Pl.Phd.101c, cf. Phld.Rh. 1.224 S., Luc.Prom.8. II κομψεία, Ἀττικῶς· πανουργία, Ἑλληνικῶς, Moer.p.237 P.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, artiges, seines, witziges Wesen, Betragen, Luc. Prom. 8 u. a. Sp.; – nach Moeris attisch für πανουργία, Verschlagenheit, Witzelei; vgl. Plat. Phaed. 101 c.

Greek (Liddell-Scott)

κομψεία: ἡ, ἡ λεπτότης, κομψότης, τὸ κόσμιον, ἰδίως τῆς γλώσσης, τὰς... τοιαύτας κομψείας, τοιαύτας λεπτότητας, Λατ. argutiae, Πλάτ. Φαῖδρ. 101C, πρβλ. Λουκ. Προμ. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
élégance, finesse dans la manière d’agir ou de parler.
Étymologie: κομψεύω.

Greek Monolingual

κομψεία, η κομψεύω
(Α)
1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα
2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς
πανουργία Ἑλληνικῶς».

Greek Monotonic

κομψεία: ἡ, λεπτότητα, κομψότητα, ιδίως, λέγεται για τη γλώσσα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κομψεία: ἡ тонкость, изящество, остроумие Plat., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψεία -ας, ἡ [κομψεύω] spitsvondigheid.

Middle Liddell

κομψεία, ἡ,
refinement, especially of language, Plat.

English (Woodhouse)

elegance, subtlety, conceit of language

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)