νεωκορέω

From LSJ
Revision as of 17:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωκορέω Medium diacritics: νεωκορέω Low diacritics: νεωκορέω Capitals: ΝΕΩΚΟΡΕΩ
Transliteration A: neōkoréō Transliteration B: neōkoreō Transliteration C: neokoreo Beta Code: newkore/w

English (LSJ)

A to be a νεωκόρος, serve, tend, in Pass., Ἑστία… ὑπὸ παρθένων νεωκορεῖται Corn.ND28, cf. BMus.Inscr.481*.153 (Ephesus, ii A.D.). 2 ironically, sweep clean, clean out, plunder a temple, Pl. R.574d. 3 honour with a temple, τὸν αὑτῶν σύμμαχον (sc. θεόν) J.BJ5.9.4. II metaph., keep clean and pure, νεωκορεῖν ἔρωτα cherish love in a pure heart (as in a temple), Luc.Am.48.

Greek (Liddell-Scott)

νεωκορέω: εἶμαι νεωκόρος, ὑπηρετῶ, Κοτυτοῖ καὶ τοῖς ἄλλοις Ἀττικοῖς κονισάλοις νεωκορεῖ Συνέσ. 178Α. ― Παθ., Ἑστία... νεωκορεῖται ὑπὸ παρθένων Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28. 2) εἰρωνικῶς, καθαρίζω ἐντελῶς, σαρώνω, συλῶ, «ξεγυμνώνω» ναόν, Πλάτ. Πολ. 574D, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 534. ΙΙ. μεταφορ., τηρῶ καθαρόν, ἁγνόν, νεωκορεῖν ἔρωτα, τρέφειν ἔρωτα ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ (ὡς ἐντὸς ναοῦ), Λουκ. Ἔρωτ. 48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre soin d’un temple.
Étymologie: νεωκόρος.

Greek Monotonic

νεωκορέω: (νεωκόρος), φροντίζω ναό· ειρων., καθαρίζω εντελώς, σαρώνω, ξεκαθαρίζω, διαπράττω ιεροσυλία (σύληση), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νεωκορέω:
1) держать в чистоте, свято охранять (ἔρωτα Luc.);
2) ирон. очищать, обирать дочиста (ἱερόν τι Plat.).

Middle Liddell

νεωκορέω, νεωκόρος
to serve a temple: ironically, to sweep clean, clean out, plunder a temple, Plat.