πολυβόειος

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβόειος Medium diacritics: πολυβόειος Low diacritics: πολυβόειος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: polybóeios Transliteration B: polyboeios Transliteration C: polyvoeios Beta Code: polubo/eios

English (LSJ)

ον, A covered with many oxhides: Ep. fem. πουλυβόεια Q.S.3.239 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 660] poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβόειος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.

Greek Monolingual

-ον και επικ. τ. πολυβόειος, -εία, -ον, Α
καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργιβόειος.