πολυβόειος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ον, A covered with many oxhides: Ep. fem. πουλυβόεια Q.S.3.239 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 660] poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβόειος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.
Greek Monolingual
-ον και επικ. τ. πολυβόειος, -εία, -ον, Α
καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργιβόειος.