πολυπινής

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῐνής Medium diacritics: πολυπινής Low diacritics: πολυπινής Capitals: ΠΟΛΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: polypinḗs Transliteration B: polypinēs Transliteration C: polypinis Beta Code: polupinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος) A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].

Greek Monotonic

πολῠπῐνής: -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῐνής: крайне грязный, неопрятный (κάρα Eur.).

Middle Liddell

πολῠ-πῐνής, ές πίνος
very squalid, Eur.