πρέσβα
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς, A august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».
French (Bailly abrégé)
ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.
English (Autenrieth)
see πρέσβυς.
Greek Monolingual
και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
πρέσβᾰ: -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβᾰ: adj. f
1) старшая (Εὐρυδίκη, π. Κλυμένοιο θυγατρῶν Hom.);
2) почтенная, высокая, великая (Ἣρη, π. θεά Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβα [~ πρέσβυς] alleen nom. en vocat., als adj. f., eerbiedwaardig (meestal van een godin).
Middle Liddell
πρέσβᾰ, ης,
epic fem. of πρέσβυς, the august, honoured, mostly of Hera, Ἥρη, πρέσβα θεά Il.