προοικοδομέω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
A build in front, πρὸ τῶν πύργων τριγώνους Ph.Bel. 84.13:—Pass., dub.in Luc.Alex.14.
German (Pape)
[Seite 737] vorbauen, vorherbauen, ἡ προῳκοδομημένη τοῦ χρηστηρίου πηγή Luc. Alex. 14.
Greek (Liddell-Scott)
προοικοδομέω: οἰκοδομῶ πρότερον, Φίλων Βελοπ. 84. ― Παθ., Λουκ. Ἀλέξ. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 bâtir auparavant;
2 bâtir devant, gén..
Étymologie: πρό, οἰκοδομέω.
Greek Monotonic
προοικοδομέω: μέλ. -ήσω, χτίζω από πριν, οικοδομώ εκ των προτέρων — Παθ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προοικοδομέω: заранее или спереди строить, устраивать (ἡ προῳκοδομημένη πηγή Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-οικοδομέω ervoor bouwen.