συναποκτείνω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A kill together, Antipho 5.39, Aeschin.2.148; τινι with one, D.C.Fr.11.18.
German (Pape)
[Seite 1002] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω ὁμοῦ, Ἀντιφῶν 134. 8, Αἰσχίν. 48. 3· τινι, μετά τινος, ἀπειλήσας δούλῳ τινὶ συναποκτενεῖν Δίωνος Κ. Ἀποσπ. σ. 12. 67 Peiresc.
French (Bailly abrégé)
tuer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκτείνω.
Greek Monolingual
Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῖν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].
Greek Monotonic
συναποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω, φονεύω μαζί, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αποκτείνω in combinatie dodelijk zijn; samen (met...) doden; met acc. en dat.; abs.
Russian (Dvoretsky)
συναποκτείνω: одновременно убивать Aeschin.