βουδόκος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ον, A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.
German (Pape)
[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.
Greek (Liddell-Scott)
βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).
Spanish (DGE)
-ον
capaz de contener un buey, e.e. enorme ἐχῖνος Call.SHell.268.
Greek Monolingual
βουδόκος, -ον (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)].