καλλίμορφος

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμορφος Medium diacritics: καλλίμορφος Low diacritics: καλλίμορφος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: kallímorphos Transliteration B: kallimorphos Transliteration C: kallimorfos Beta Code: kalli/morfos

English (LSJ)

ον, A beautifully formed, δέμας E.Andr.1155; Χορὸς τέκνων Id.HF925; ταὧς Antiph.175.5.

German (Pape)

[Seite 1310] schön gestaltet; δέμας Eur. Andr. 1150; χορὸς τέκνων Herc. Fur. 925; vom Pfau, Antiphan. bei Ath. XV, 655 b; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμορφος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, δέμας Εὐρ. Ἀνδρ. 1155· χορὸς τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 925· ὁ καλὸς τὴν μορφήν, τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοπατρίοις» 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de belle forme, beau, bien fait.
Étymologie: καλός, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίμορφος, -ον)
1. ο σχηματισμένος ωραία («καλλίμορφος χορός», Ευρ.)
2. αυτός που έχει ωραία μορφή, ο όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγλαόμορφος, ποικιλόμορφος].

Greek Monotonic

καλλίμορφος: -ον (μορφή), καλοσχηματισμένος, αυτός που έχει καλή μορφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίμορφος: красивый, прекрасный, изящный (δέμας, χορὸς τέκνων Eur.; νέος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίμορφος -ον [καλός, μορφή] mooi gevormd.

Middle Liddell

καλλί-μορφος, ον μορφή
beautifully shaped or formed, Eur.