κοπρηγός
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
όν, A conveying dung, πλοῖον PLond.2.317.8 (ii A. D.): Subst. -ηγόν, τό, dung-cart, PFay. 119.33 (pl., 100 A. D.).
Greek Monolingual
κοπρηγός, -όν (Α)
1. πάπ. (για πλοίο) αυτό που μεταφέρει κόπρο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοπρηγόν
άμαξα, κάρο για μεταφορά κόπρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. αρχηγός, στρατηγός].