λινοφθόρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοφθόρος Medium diacritics: λινοφθόρος Low diacritics: λινοφθόρος Capitals: ΛΙΝΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: linophthóros Transliteration B: linophthoros Transliteration C: linofthoros Beta Code: linofqo/ros

English (LSJ)

ον, A linen-spoiling, ὑφασμάτων λακίδες A.Ch.27 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] Leinwand vernichtend, λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες, die leinenen Kleider zerreißend, Aesch. Ch. 27.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων τὰ λινᾶ, καταστρέφων αὐτά, ὑφασμάτων λακίδες Αἰσχύλ. Χο. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit le lin, càd qui déchire le tissu.
Étymologie: λίνον, φθείρω.

Greek Monolingual

λινοφθόρος, -ον (Α)
αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ' ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδροφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

λῐνοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα λινά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοφθόρος: уничтожающий (льняную) ткань (ὑφασμάτων λακίδες Aesch.).

Middle Liddell

λῐνο-φθόρος, ον φθείρω
linen-wasting, Aesch.