μακροήμερος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ον, A long lived, ib. De.4.40, Anatol.in Cat. Cod. Astr.8(3).188, Eust.129.1: Comp., Philostr. VS 2.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
μακροήμερος: -ον, διαρκῶν πολλὰς ἡμέρας, πανδαισίαν πολυτελῆ μακροήμερον Εὐστ. 129. 1. 2) = μακρόβιος, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 40)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μακροήμερος, -ον, Α και μακρήμερος, -ον)
1. μακρόβιος («ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς», ΠΔ)
2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ολιγο-ήμερος].