μέλλημα

From LSJ
Revision as of 13:20, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλημα Medium diacritics: μέλλημα Low diacritics: μέλλημα Capitals: ΜΕΛΛΗΜΑ
Transliteration A: méllēma Transliteration B: mellēma Transliteration C: mellima Beta Code: me/llhma

English (LSJ)

ατος, τό, A delay, in plural, E.IA818, Aeschin.3.72, Plu.Nic. 21.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Zögerung, Aufschub; οὐδὲ ἀναμένειν τὰ τῶν Ἑλλήνων μελλήματα, Aesch. 3, 72; Plut. Nic. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλημα: τό, (μέλλω) βραδύτης, ἀργοπορία· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀργοπορίαι, Εὐρ. Ι. Α. 818, Αἰσχίν. 64. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
retard, délai, lenteur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μέλλημα, τὸ (Α) μέλλω
χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.).

Greek Monotonic

μέλλημα: -ατος, τό (μέλλω), καθυστέρηση, σε Ευρ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

μέλλημα: ατος τό преимущ. pl. задержка, промедление или медлительность Eur., Plut.

Middle Liddell

μέλλημα, ατος, τό, μέλλω
a delay, Eur., Aeschin.