λωβός

From LSJ
Revision as of 14:13, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβός Medium diacritics: λωβός Low diacritics: λωβός Capitals: ΛΩΒΟΣ
Transliteration A: lōbós Transliteration B: lōbos Transliteration C: lovos Beta Code: lwbo/s

English (LSJ)

ή, όν, A = λωβητός, coinage in EM570.37.

Greek (Liddell-Scott)

λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].