μικρογραφία

From LSJ
Revision as of 15:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρογρᾰφία Medium diacritics: μικρογραφία Low diacritics: μικρογραφία Capitals: ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: mikrographía Transliteration B: mikrographia Transliteration C: mikrografia Beta Code: mikrografi/a

English (LSJ)

ἡ, A writing with a short vowel, Eust.410.47.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, das Schreiben mit einem Omikron, Eust. 410, 47.

Greek Monolingual

η (Μ μικρογραφία)
νεοελλ.
1. ζωγραφική τέχνη η οποία αναπαριστά πρόσωπα ή αντικείμενα σε μικρές διαστάσεις
2. συνεκδ. έργο, αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων, το οποίο έχει εκτελεστεί με εξαιρετική λεπτότητα, αλλ. μινιατούρα
3. ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων που κοσμεί τις σελίδες χειρογράφου
4. γραφή με μικροσκοπικά γράμματα
5. φωτογράφηση ή έρευνα που γίνεται με μικροσκόπιο, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που γίνεται με γυμνό οφθαλμό ή με απλό φακό
6. η τέχνη του μικρογράφου
μσν.
η γραφή με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αγγλ. micrography].