νεοσφαγής
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ές, A fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.
German (Pape)
[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
récemment égorgé.
Étymologie: νέος, σφάζω.
Greek Monolingual
νεοσφαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.)
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σφαγής (< σφάττω), πρβλ. αυτο-σφαγής].
Greek Monotonic
νεοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νεοσφᾰγής:
1) недавно убитый (Πολυξένη Eur.);
2) свежепролитый (φόνος Soph.).