ἐπίξυνος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, poet. for ἐπίκοινος, ἐ. ἄρουρα a A common field, in which several persons have rights, Il.12.422.
German (Pape)
[Seite 967] poet. = ἐπίκοινος, z. B. ἄρουρα, ein Gemeindefeld, Il. 12, 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐπίκοινος, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ, «κοινοὺς τοὺς ὅρους ἐχούσῃ» (θ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 442· πρβλ. ἐπινομία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé en commun.
Étymologie: ἐπί, ξυνός.
Greek Monolingual
ἐπίξυνος, -ον (ποιητ. τ. του ἐπίκοινος) (Α) ξυνός
αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί («ἐπίξυνος ἄρουρα», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπίξῡνος: -ον, ποιητ. αντί ἐπίκοινος, κοινός, συνήθης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίξῡνος: находящийся в общем владении, общественный (ἄρουρα Hom.).