ἐπιτελειόω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A complete, esp. a sacrifice, Lycurg.Fr.36 (-λεοῦν codd.); τὴν θυσίαν Plu.Mar.22; cf. ἐπιτελέωμα.
German (Pape)
[Seite 990] vollenden, θυσίαν Plut. Mar. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελειόω: τελειῶ, συμπληρώνω, τὴν θυσίαν Πλουτ. Μάρ. 22· πρβλ. ἐπιτελέωμα· ― ἐπιτελειωθῆναι = θανεῖν, Ἰω. Κλίμακ. 712C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accomplir.
Étymologie: ἐπί, τελειόω.
Greek Monotonic
ἐπιτελειόω: μέλ. -ώσω, ολοκληρώνω θυσία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελειόω: исполнять, совершать (τὴν θυσίαν Plut.).