ἑλκυστάζω
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
Frequentat.of ἕλκω, A drag about, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187,24.21.
German (Pape)
[Seite 799] p. Verstärkung von ἑλκύω, part. praes., Il. 23, 187. 24, 21, vom Schleifen des Hektor.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκυστάζω: θαμιστικὸν τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Ἰλ. Ψ. 187, Ω. 21· πρβλ. ῥυστάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
traîner, tirailler.
Étymologie: ἑλκύω.
English (Autenrieth)
parallel form of ἑλκέω, Il. 23.187 and Il. 24.21.
Spanish (DGE)
arrastrar con violencia ἵνα μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187, 24.21, cf. Eust.1295.32.
Greek Monolingual
ἑλκυστάζω (Α)
σέρνω εδώ κι εκεί.
Greek Monotonic
ἑλκυστάζω: θαμιστικό του ἕλκω, σέρνω εδώ κι εκεί, τραβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκυστάζω: [intens. к ἕλκω тащить, волочить Hom.