τανύσφυρος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, A with long taper ankles or feet, θυγάτηρ h.Cer.2, cf. 77; Ὠκεανῖναι Hes.Th.364, cf. Sc.35.
German (Pape)
[Seite 1068] mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; θυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, καλλίσφυρος, θυγάτηρ, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux chevilles allongées, aux jambes fines.
Étymologie: τανύω, σφυρόν.
Greek Monolingual
και τανίσφυρος, -ον, Α
αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό-σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί-σφυρος, είτε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-].
Greek Monotonic
τᾰνύσφῠρος: -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύσφῠρος: с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами (θυγάτηρ HH; Ὠκεανῖναι Hes.).