τρίπαλτος

From LSJ
Revision as of 13:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπαλτος Medium diacritics: τρίπαλτος Low diacritics: τρίπαλτος Capitals: ΤΡΙΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: trípaltos Transliteration B: tripaltos Transliteration C: tripaltos Beta Code: tri/paltos

English (LSJ)

ον, (πάλλω) A thrice-brandished: metaph., threefold, manifold, A.Th. 990 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1145] dreifach, dreimal geschwungen, d. i. mit großer Gewalt geschwungen, Aesch. πήματα, sehr heftig, Spt. 972.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπαλτος: -ον, (πάλλω) ὁ τρὶς παλθείς, ἀνασεισθείς· μεταφ., τριπλοῦς, πολλαπλοῦς, ποικίλος, τριπάλτων πημάτων, «πολυορμήτων, πολυκινήτων, σφοδρῶς πηδησάντων» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 985· πρβλ. δίπαλτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé ou qui frappe avec une force triple ; violent.
Étymologie: τρεῖς, πάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + παλτός (< πάλλω)].

Greek Monotonic

τρίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται τρεις φορές· μεταφ., τριπλός, πολλαπλός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τρίπαλτος: досл. брошенный с тройного размаха, перен. утроенный, тройной (πήματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπαλτος -ον [τρι -, πάλλω] driemaal geschud; zeer hevig:. τρίπαλτα πήματα zeer hevige ellende Aeschl. Sept. 985 (lyr., tekst onzeker).

Middle Liddell

τρί-παλτος, ον, πάλλω
thrice-brandished; metaph. threefold, manifold, Aesch.