ἱερόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόγλωσσος Medium diacritics: ἱερόγλωσσος Low diacritics: ιερόγλωσσος Capitals: ΙΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hieróglōssos Transliteration B: hieroglōssos Transliteration C: ieroglossos Beta Code: i(ero/glwssos

English (LSJ)

ον, A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.

German (Pape)

[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύγλωσσος, χρυσόγλωσσος].

Greek Monotonic

ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόγλωσσος: обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).

Middle Liddell

ἱερό-γλωσσος, ον γλῶσσα
of prophetic tongue, Anth.