ἁλιερκής

From LSJ
Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιερκής Medium diacritics: ἁλιερκής Low diacritics: αλιερκής Capitals: ΑΛΙΕΡΚΗΣ
Transliteration A: halierkḗs Transliteration B: halierkēs Transliteration C: alierkis Beta Code: a(lierkh/s

English (LSJ)

ές, sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
enfermé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἕρκος.

English (Slater)

ᾰλῐερκής
   1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)

Spanish (DGE)

(ἁλῐερκής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
cercado por el mar χώρα de Egina, Pi.O.8.25, δειράς del Istmo, Pi.I.1.9, ὄχθαι de Cumas, Pi.P.1.18, γαίη Opp.H.3.175.

Greek Monolingual

ἁλιερκής, -ὲς (Α)
αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ερκής (< ἕρκος «φραγμός»).

Greek Monotonic

ἁλιερκής: -ές (ὅλς, ἕρκος), περιτριγυρισμένος από θάλασσα, περίκλειστός από θάλασσα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιερκής: окаймленный, омываемый морем (ὄχθαι, χώρα Pind.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἕρκος
sea-fenced, sea-girt, Pind.