κίσσινος
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
η, ον, of ivy, E.Ba.177,702; κ. ποτήρ Id.Alc.756; χρυσὸς κ. ivy-wreath of gold, Callix.2: κίσσινον, τό, name of a plaster, Orib.Fr.88.
German (Pape)
[Seite 1442] von Epheu gemacht; σκύφος Eur. bei Ath. XI, 477 a; στέφανος Eur. Bacch. 701; Ath. V, 200 e u. öfter; auch ποτήρ, Eur. Alc. 759.
Greek (Liddell-Scott)
κίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ κισσοῦ, Εὐρ Βάκχ. 177, 702· κ. ποτὴρ Εὐρ. Ἄλκ. 756, πρβλ. κισσύβιον.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lierre.
Étymologie: κισσός.
English (Slater)
κίσςῐνος
1 of ivy ]πλοκον ς[τεφά]νων κισσίνων[ Δ. 3. 7.
Greek Monolingual
κίσσινος, -ίνη, -ον (Α) κισσός
1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῦν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον
ονομασία εμπλάστρου.
Greek Monotonic
κίσσῐνος: -η, -ον (κισσός), φτιαγμένος από κισσό, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίσσινος -η -ον [κισσός] van klimop, klimop-.
Russian (Dvoretsky)
κίσσῐνος:
1) сплетенный из плюща (στέφανος Eur.);
2) выточенный из ствола плюща (ποτήρ, σκύφος Eur.).
Middle Liddell
κίσσῐνος, η, ον κισσός
of ivy, Eur.