μελανδόκος

From LSJ
Revision as of 04:04, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδόκος Medium diacritics: μελανδόκος Low diacritics: μελανδόκος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΟΚΟΣ
Transliteration A: melandókos Transliteration B: melandokos Transliteration C: melandokos Beta Code: melando/kos

English (LSJ)

ον, holding ink, κίστη, ἄγγος μ., AP6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).

German (Pape)

[Seite 119] Schwärze, Tinte fassend, ἄγγος, κίστη, Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).

Greek (Liddell-Scott)

μελανδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, κίστη, ἄγγος μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient le noir, l’encre.
Étymologie: μέλας, δέκομαι.

Greek Monolingual

μελανδόκος -ον (Α μελανδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ.
β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον
μελανοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος, ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

μελανδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελανδόκος: содержащий чернила (ἄγγος Anth.).

Middle Liddell

μελαν-δόκος, ον δέχομαι
holding ink, Anth.