τρικέφαλος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκέφᾰλος Medium diacritics: τρικέφαλος Low diacritics: τρικέφαλος Capitals: ΤΡΙΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: triképhalos Transliteration B: trikephalos Transliteration C: trikefalos Beta Code: trike/falos

English (LSJ)

ον, three-headed, γῦπες Luc.VH1.11, etc.:—ὁ T. a statue of Hermes at Athens, Is.Fr.59, Philoch.69, cf. Ar.Fr.553. [Penult. in Poets sometimes long, as Hes.Th.287.]

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, «Ἑρμῆς τρικέφαλος· Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι τοῦτο ἔφη, παίζων κωμικῶς παρόσον τετρακέφαλος ἐν τῇ τριόδῳ τῇ ἐν Κεραμεικῷ ἵδρυτο» Ἡσύχ. ἐν λ. Ἑρμῆς τρικέφαλος (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 468), Φιλόχ. 69, Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 11, κλπ. [Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε μακρά, ὡς εἰ ἦν τρικέφαλλος, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· πρβλ. κυνοκέφαλος, τετρακέφαλος.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κεφαλή.

Spanish

que tiene tres cabezas

Greek Monolingual

-η, -ο / τρικέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία κεφάλια
νεοελλ.
φρ. «τρικέφαλος μυς»
(ανατ.-φυσιολ.) ονομασία δύο μυών του ανθρώπινου σώματος, του τρικέφαλου βραχιονίου και του τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. πεντακέφαλος.

Greek Monotonic

τρῐκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκέφᾰλος: (Arph. ᾱ) трехглавый Arph., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικέφαλος -ον [τρι -, κεφαλή] driehoofdig, met drie koppen.

Middle Liddell

τρῐ-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
three-headed, Luc.

English (Woodhouse)

with three heads

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Czech: trojhlavý, tříhlavý; Danish: trehovedet; Dutch: driekoppig; Finnish: kolmipäinen; German: dreiköpfig; Hungarian: háromfejű; Icelandic: þríhöfða, þríhöfðaður; Latin: triceps; Polish: trójgłowy, trzygłowy; Russian: трёхголовый; Serbo-Croatian:; Cyrillic: тро̀глав; Roman: tròglav; Spanish: tricéfalo; Swedish: trehövdad