τετρακέφαλος
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τετρακέφαλον, four-headed, Epigr. ap. Eust.1353.8, Phleg.36.20 J., Lyd.Mens.3.8, Sch.Ar.Ach. 1081 [with penultimate long, as if -κέφαλλος, Epigr. l.c., cf. κυνοκέφαλος].
German (Pape)
[Seite 1097] vierköpfig, Epigr. bei Eust. Il. p. 1353, 8. [Auch hier findet sich die penultima lang gebraucht, als wäre τετρακέφαλλος geschrieben. Vgl. τρικέφαλος.]
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας κεφαλάς, Ἐπιγρ. παρ’ Εὐστ. Ἰλ. σ. 1353. 8· [ἔχει τὴν παραλήγουσαν μακρὰν ἐν τέλει ἑξαμέτρου, ὡς εἰ ἦν -κέφαλλος, πρβλ. κυνοκέφαλος].
Greek Monolingual
-η, -ο / τετρακέφαλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κεφάλια ή τέσσερεις κεφαλές («τετρακέφαλον δίκην ὕδρας», Νείλ.)
νεοελλ.
φρ. «τετρακέφαλος μηριαίος»
ανατ. ο μεγάλος μυς που περιβάλλει το μηριαίο οστό και σχηματίζει το ανάγλυφο της πρόσθιας επιφάνειας του μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δικέφαλος.