παιδί
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
Greek Monolingual
το (ΑΜ παιδίον, Μ και παιδίν) παις, παιδός]]
1. άνθρωπος μικρής ηλικίας, ανήλικο αγόρι ή κορίτσι
2. το τέκνο, ο γόνος κάποιου (α. «κι η δόλια μου ματιά θολή
παιδί μου ώρα σου καλή», Βιζυην.
β. «Κύριε, κατάβηθι, πριν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου», ΚΔ)
3. νεαρός υπηρέτης («έστειλα το παιδί για τα ψώνια»)
4. παροιμ. φρ. α) «του πατέρα του παιδί» ή «τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στον πατέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
β) «της μάνας του παιδί» ή «τῆς μητρὸς τὸ παιδίον» — παιδί που μοιάζει στη μητέρα του ως προς τη μορφή και τον χαρακτήρα
νεοελλ.
1. άνθρωπος νεαρής ηλικίας, νεαρός, σε αντιδιαστολή προς τους ηλικιωμένους («τώρα που είσαι παιδί διασκέδαζε όσο μπορείς»)
2. μικρής ηλικίας υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου, παραγιός
3. (διαλεκτ.) αγόρι ή νεαρός, αρσενικό τέκνο, γιος, σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι
4. αφελής, απλός και εύπιστος άνθρωπος («μη γίνεσαι παιδί!»)
5. φρ. α) «παιδί μου» — τρυφερή προσφώνηση για έκφραση οικειότητας ή θωπείας και σε ενήλικα άτομα
β) «είναι παιδί της μαμάς» — είναι καλομαθημένος, είναι μαμόθρεφτος
γ) «παιδί του δρόμου» — αλητάκι
αρχ.
1. μικρός δούλος
2. παιδική νόσος, πιθ. οι σπασμοί.