εσπέρα

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Greek Monolingual

η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη)
1. (ενν. ώρα) το τέλος της ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο)
2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος του ορίζοντα, η δύση
μσν.- νεοελλ.
φρ. «καλή ‘σπέρα», «καλὴν ἐσπέραν» — χαιρετισμός όταν συναντάμε κάποιον μετά το απόγευμα
αρχ.
1. νύχτα
2. μτφ. τα γηρατειάβίος ἐσπέραν ἄγει» — η ζωή φτάνει προς το τέλος της)
3. φρ. α) «ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ» — μόλις ήρθε η νύχτα
β) «περί ἑσπέραν βαθεῑαν» — αργά το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ.-αττ. τ. (ιων. εσπέρη). Έχει την ίδια σημασία με τον επικ. ποιητ. τ. έσπερος, που προήλθε από αρχ. hέσπερος (< ΙE wesper-os «εσπέρα») και συνδέεται με άλλους ΙΕ τύπους, όπως τα λατ. vesper «εσπέρα», λιθ. vākaras, αρχ. σλαβ. večer καθώς και με ουαλ. ucher, αρμ. gišer.
ΠΑΡ. εσπερία, εσπερινός
αρχ.
εσπερίζω, εσπερικός, εσπέριος, εσπερίτης, εσπερόθεν
μσν.
εσπεραίος, εσπερίηθεν
νεοελλ.
εσπερίδα, σπερίζω, σπερνός.
ΣΥΝΘ.: (Α’ συνθετικό) (μον.) εσπερόμορφος. (Β συνθετικό) αρχ. ακρέσπερος, εφέσπερος, ποθέσπερος).