κακοπινής
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ές, filthy, loathsome, κακοπινέστατόν τ' ἄλημα S.Aj. 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv. κακοπινῶς, διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114.
German (Pape)
[Seite 1302] ές, sehr schmutzig, auch geistig, niederträchtig, Soph. Ai. 374, im superlat.; κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν, ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath. XIII, 565 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sale, malpropre, impur;
Sp. κακοπινέστατος.
Étymologie: κακός, πίνος.
Greek Monolingual
κακοπινής, -ές (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.).
επίρρ...
κακοπινῶς (Α)
με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο-πινής].
Greek Monotonic
κᾰκοπῐνής: -ές (πίνος), υπερβολικά ακάθαρτος, βρώμικος, ρυπαρός, υπερθ. κακοπινέστατος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπῐνής: грязный, отталкивающий, гадкий (ἄλημα Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπινής -ές [κακός, πίνος] smerig, weerzinwekkend.
Middle Liddell
κᾰκο-πῐνής, ές πίνος
exceeding filthy, loathsome, Sup. κακοπινέστατος Soph.