εἰδεχθής
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ές,
1 of hateful look, ugly, εἰ. ἀπὸ τοῦ προσώπου Thphr. Char. 28.4, cf. Com.Adesp. 21 (Comp.), Stoic. 2.307, Plb. 36.15.1, DS. 3.29, Ph. 2.56 (Sup.); εἰ. ὁρᾶν Porph. Abst. 3.20.
2 putrid, fetid, Hp. Mul. 2.115, 125.
German (Pape)
[Seite 723] ές, von verhaßtem, widrigem Ansehen, scheußlich; Pol. 37, 2, 1 D. Sic. 3, 29 u. a. Sp. – Bei Hippocr. = stinkend, faul.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδεχθής: -ές, ἀσχημόμορφος, ἄσχημος, Κωμ. Ἀνών. παρὰ Meineke 4. σ. 699, Πολύβ. 37. 2, 1, Διόδ. 29. ΙΙ. σαπρός, κατασεσηπώς, δυσώδης, Ἱππ. 640. 21., 645. 28. - Ἐπίρρ. εἰδεχθῶς Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. 410Α.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de olores pútrido, fétido οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος como de un huevo podrido Hp.Mul.2.115, τὰ εἰδεχθέα op. τὰ εὐώδεα Hp.Mul.2.125
•neutr. subst. τὸ εἰδεχθές = fetidez τοῦ λοιποῦ τὸ εἰδεχθές de un muerto, Chrys.Thdr.9.26.
2 feo, desagradable, repulsivo gener. de pers. y anim. εἰ. ἀπὸ τοῦ προσώπου Thphr.Char.28.4, prov. Κορυδέως εἰδεχθέστερος Com.Adesp.827, εἰ. ὢν κατὰ τὴν ἔμφασιν Plb.36.15.1, ὀφθαλμοὺς αἱ ἄμορφοι καὶ εἰδεχθεῖς ἑταῖραι Ph.2.492, cf. Luc.Pisc.48, Tox.24, πλῆθος ἀκρίδων ... εἰδεχθὲς καὶ ῥυπαρόν de la plaga de la langosta, D.S.3.29, ὄψις de la carne cruda, Plu.2.290a, εἰδεχθὲς ἅμα καὶ φοβερὸν θέαμα espectáculo repulsivo y terrible a la vez Luc.Salt.27, ὁ δὲ ἐπὶ γαστέρα αὐτῷ βίος ἄσεμνός τε καὶ ... εἰδεχθής Clem.Al.Paed.3.7.37, ἀτοπήματα ... εἰδεχθῆ de acciones heréticas, Eus.VC 3.64.3, c. inf. εἰ. ἰδεῖν Ph.1.99, ὁρᾶν εἰ. Porph.Abst.3.20, cf. Hsch.
•neutr. subst. τὸ εἰδεχθές = fealdad τὸ ἡμέτερον ἑώρακεν εἰδεχθές Thdt.Ep.Sirm.49
•neutr. subst. plu. τὰ εἰδεχθῆ = las cosas aborrecibles, las cosas viles θεὸν ... Στωϊκοὶ δὲ πνεῦμα διῆκον καὶ διὰ τῶν εἰδεχθῶν los estoicos (dicen) que la divinidad es un hálito que atraviesa incluso las cosas viles Chrysipp.Stoic.2.307.
3 informe, imperfecto ἡ ποτὲ ἐν τοῖς πρεσβύταις ἄψυχος καὶ εἰ. ὕλη Ps.Caes.139.45, μαλακὸς καὶ ... εἰ. del pulmón, Ps.Caes.153.3
•neutr. subst. τὸ εἰδεχθές τῆς οὐσίας imperfección de la materia Chrys.M.57.403.
II adv. εἰδεχθῶς = de modo repulsivo εἰ. καὶ γελοίως ... διαφαίνεσθαι Gr.Nyss.Prof.Chr.132.23, παρειᾶς εἰ. ἐν οὐλῇ κοιλανθείσης una mejilla repulsivamente descarnada con una cicatriz Gr.Nyss.Hom.in Eccl.343.6.
Greek Monolingual
-ές (Α εἰδεχθής, -ές)
ο αποκρουστικός στην όψη («ειδεχθής κακούργος», «ειδεχθές έγκλημα»)
αρχ.
σάπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + -εχθής < έχθος].
Russian (Dvoretsky)
εἰδεχθής: отвратительный, безобразный Polyb., Diod., Plut.