βωμολόχευμα

From LSJ
Revision as of 21:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό, only in plural, ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.

Greek Monotonic

βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.

Middle Liddell

[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in plural base flatteries, ribald jests, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.