ἀλκήεις
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
εσσα, εν, Dor. contr. ἀλκᾶς, ᾶντος, valiant, courageous, h. Hom.28.3, Pi.O.9.72, P.5.71, A.R.1.71; of patients, Aret.CA 1.10, al.; strong, ὀϊστοί AP6.277 (Damag.); πίστις Man.4.48: Sup., Poet. ap. Parth.21.3.
German (Pape)
[Seite 100] εσσα, εν, stark, muthig, Pind. ἀλκᾶντες Ol. 9, 72; P. 5, 71; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 71. 1, 91; auch H. h. 28; ὀϊστοί Damag. 2 (VI, 277).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκήεις: εσσα, εν, γενναῖος, πολεμικός, Ὕμ. Ὁμ. 28, Ἀνθ. Π. 6. 277: ὁ Πίνδ. (Ο. 9. 110, Π. 5, 95) ἔχει τὴν λέξιν ἐν Δωρ. συνῃρ. τύπῳ ἀλκᾶς, -ᾶντος.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
fort, courageux.
Étymologie: ἀλκή.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀλκάεις Pi.O.9.72, P.5.71
1 de pers. esforzado, animoso Ἀθηναίη h.Hom.28.3, Δαναοί Pi.O.9.72, ἔκγονοι Ἡρακλέος Pi.P.5.71, Ἐρυβώτης A.R.1.71, Ὑψίπυλος A.R.Fr.12.3, ὄρχαμος Nonn.D.17.254
•fuerte, resistente ἀ. καί εὔθυμος Aret.CA 2.3.12, ἀλκήεις μέσφι θηρίων Aret.SD 2.5.4, c. ac. de rel. ἀ. τὴν ψυχήν Aret.CA 1.10.13.
2 de cosas vigoroso ὀϊστοί AP 6.277 (Damag.), πίστις Man.4.48.
Greek Monolingual
ἀλκήεις, -εσσα, -εν (Α) ἀλκή
1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος
2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός
3. καρτερικός, ανθεκτικός.
Greek Monotonic
ἀλκήεις: -εσσα, -εν, γενναίος, πολεμικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀλκάεις и ἀλκᾶς сильный, могучий (Παλλὰς Ἀθηναίη HH; Δαναοί Pind.; ὀϊστοί Anth.).