ἀπηχής
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ές, (ἦχος) discordant, v.l. in Pl.Phdr.257b (Hermias), cf. Aristid.Or.40(5).8, Luc.Vit.Auct.10; out of tune with one's surroundings, Alciphr.3.70.
German (Pape)
[Seite 290] ές, mißtönend, Luc. V. auct. 10; widerlich, unangenehm, ἄνθρωπος Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηχής: -ές, (ἦχος) κακόηχος, δυσάρεστος, Ἀριστείδ. 1. 506, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10: -ἐριστικός, Ἀλκίφρ. 3. 74.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
discordant.
Étymologie: ἀπό, ἦχος.
Spanish (DGE)
-ές
1 discordante, disonante εἴ τι ... ἀπηχὲς εἴπομεν Pl.Phdr.257b, μηδὲν ἀπηχὲς ... λέγειν Aristid.Or.29.8, φθέγμα Luc.Vit.Auct.10, de una frase, M.Ant.1.10
•fig. absurdo, no razonable τῶν Ἰουδαίων θαῦμα Cyr.Al.M.73.656C.
2 fig. molesto, desagradable ἀπειλαί Thdt.M.81.1645D.
3 fig. que está fuera de lugar de un parásito, Alciphr.3.34.4.
Greek Monolingual
ἀπηχής, -ές (Α)
1. κακόηχος, παράφωνος
2. εριστικός.
Greek Monotonic
ἀπηχής: -ές (ἦχος), κακόηχος, δύσηχος, μη αρμονικός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπηχής: нестройный, неблагозвучный (φθέγμα Luc.).
Middle Liddell
ἦχος
discordant, ill-sounding, Luc.