θερμουργός

From LSJ
Revision as of 23:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμουργός Medium diacritics: θερμουργός Low diacritics: θερμουργός Capitals: ΘΕΡΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thermourgós Transliteration B: thermourgos Transliteration C: thermourgos Beta Code: qermourgo/s

English (LSJ)

όν, doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.

German (Pape)

[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.

Greek (Liddell-Scott)

θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit d'une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.

Greek Monolingual

-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτουργός, δημιουργός, χειρ-ουργός].

Greek Monotonic

θερμουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, θερμοκέφαλος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θερμουργός: пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.

Middle Liddell

θερμ-ουργός, όν [*ἔργω
doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.