δυσπάλαιστος
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος.
2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.
Greek Monolingual
δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.
Greek Monotonic
δυσπάλαιστος: -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει κάποιος, ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσπάλαιστος: непреоборимый, неодолимый (τῶνδε δωμάτων ἀρά Aesch.; τύχα Eur.; δύναμις Xen.).
Middle Liddell
δυσ-πάλαιστος, ον [πᾰλαίω]
hard to wrestle with, Aesch., Eur., Xen.
English (Woodhouse)
unconquerable, hard to resist, hard to struggle against, irresistable