θαλασσουργός

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσουργός Medium diacritics: θαλασσουργός Low diacritics: θαλασσουργός Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thalassourgós Transliteration B: thalassourgos Transliteration C: thalassourgos Beta Code: qalassourgo/s

English (LSJ)

ὁ, one who works on the sea, a fisherman or sailor, Charon 10, X.Oec.16.7, Plb.10.8.5: as adjective, θ. ἔθνος Philostr.VA4.32.

German (Pape)

[Seite 1183] ὁ, Geschäfte zur See treibend, von Seehandel u. Fischerei; Xen. Oec. 16, 7; Pol. 10, 8, 5; Luc. Herc. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐργαζόμενος, ἁλιεύς, ναύτης, Χάρων Ἀποσπ. 10, Ξεν. Οἰκ. 16. 7, Πολύβ. 10. 8, 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur, marin.
Étymologie: θάλασσα, ἔργον.

Greek Monolingual

θαλασσουργός, ό (Α)
αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + -ουργός (< έργο), πρβλ. δραματουργός, θαυματουργός].

Greek Monotonic

θᾰλασσουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ψαράς, ο ναυτικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσουργός: атт. θᾰλαττ-ουργός ὁ труженик моря, т. е. мореплаватель или рыболов Xen., Polyb., Luc.

Middle Liddell

θᾰλασσ-ουργός, ὁ, [*ἔργω
one who works on the sea, a fisherman, seaman, Xen.