βοτρυχώδης

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠχώδης Medium diacritics: βοτρυχώδης Low diacritics: βοτρυχώδης Capitals: ΒΟΤΡΥΧΩΔΗΣ
Transliteration A: botrychṓdēs Transliteration B: botrychōdēs Transliteration C: votrychodis Beta Code: botruxw/dhs

English (LSJ)

ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).

Spanish (DGE)

(βοτρῠχώδης) -ες
cubierto de bucles παρηΐς β. E.Ph.1485 (βοστρ- cód.), cf. βότρυχος.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.

Greek Monolingual

βοτρυχώδης, -ες (Α) βότρυχος
βοστρυχώδης, σγουρός.

Greek Monotonic

βοτρῠχώδης: -ες (εἶδος), μπουκλωτός, κατσαρός, σγουρός, ελικοειδής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυχώδης: обрамленный кудрями (παρηΐς Eur. - v.l. βοτρυώδης).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυχώδης -ες βότρυχος, εἶδος met krullen versierd. Eur. Phoen. 1485 (lyr.).

Middle Liddell

[from βότρυχος εἶδος
like curls, curly, Eur.