βαρύμοχθος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, A toilsome, γραμματική AP10.97 (Pall.); painful, οἶστρος Nonn.D.42.170. II hard-working, κύων ib.5.469; epithet of Heracles, APl.4.102.
Spanish (DGE)
(βᾰρύμοχθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1penoso, laborioso, arduo γραμματική AP 10.97 (Pall.), οἶστρος Nonn.D.42.170.
2 que trabaja duro κύων Nonn.D.5.469, ἄγραυλος ἀνήρ AP 11.60 (Paul.Sil.), epít. de Heracles AP 16.102.
II profundamente apenado ψυχή AP 12.132 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 434] schwere Drangsale duldend, mühselig, Soph. O. C. 1231; oft in Anth., z. B. Ἀλκίδης Ep. ad. 288 (Plan. 102); γραμματική Pallad. 45 (X, 97).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύμοχθος: -ον, ὁ ὑπομένων μεγάλους μόχθους, πλήρης κόπων, διάφ. γραφ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1231, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accablé de fatigue.
Étymologie: βαρύς, μόχθος.
Greek Monolingual
βαρύμοχθος, -ον (AM)
αυτός που απαιτεί βαρύ μόχθο, επίπονος
αρχ.
1. επώδυνος
2. εκείνος που έχει αναλάβει βαρύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά.
Greek Monotonic
βᾰρύμοχθος: -ον, πολύ επίπονος, εξαιρετικά οδυνηρός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύμοχθος: тяжелый, мучительный (Soph. - v.l. к πολύμοχθος Anth.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύμοχθος -ον βαρύς, μόχθος zwaar zwoegend:; ψυχή ziel AP 12.132; zeer moeizaam, met veel geploeter:. γραμματική grammatica AP 10.97.