θοίναμα

From LSJ
Revision as of 00:10, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνᾱμα Medium diacritics: θοίναμα Low diacritics: θοίναμα Capitals: ΘΟΙΝΑΜΑ
Transliteration A: thoínama Transliteration B: thoinama Transliteration C: thoinama Beta Code: qoi/nama

English (LSJ)

ατος, τό, meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.

Greek (Liddell-Scott)

θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.

Greek Monolingual

θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.

Middle Liddell

θοίνᾱμα, ατος, τό, θοινάω
a meal, feast, Eur.