κομψότης
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ητος, ἡ, elegance, prettiness, daintiness, especially of language, Isoc.12.1 (v.l. κοσμιότητος), Pl.Ep.358c (pl.); κομψότης ἱστορική, κομψότης φυσική, Plu.2.353e.
German (Pape)
[Seite 1480] ητος, ἡ, Artigkeit, Feinheit, Witz, auch Schlauheit; Plat. Ep. X, 358 c; Plut. Artax. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομψότης: -ητος, ἡ, = κομψεία, λεπτότης, χάρις, γλαφυρότης, ἰδίως γλώσσης, Ἰσοκρ. 233Α (διάφ. γραφ. κοσμιότητος), Πλάτ. Ἐπιστ. 358C, Πλούτ. 2. 353Ε.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
finesse, habileté (de langage).
Étymologie: κομψός.
Russian (Dvoretsky)
κομψότης: ητος ἡ остроумие, тонкость, изящество Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομψότης -ητος, ἡ [κομψός] verfijndheid (m. n. taalgebruik).