περίφαντος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, A = περιφανής: metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.). II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.
Greek (Liddell-Scott)
περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.
Greek Monotonic
περίφαντος: -ον, I. = περιφανὴς περίφαντος θανεῖται, θα πεθάνει μπροστά σε όλους, σε Σοφ.
II. φημισμένος, ονομαστός, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφαντος -ον [περιφαίνω] duidelijk zichtbaar:. περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται voor iedereen zichtbaar zal de man sterven Soph. Ai. 229. beroemd:. πᾶσιν περίφαντος αἰεί beroemd bij iedereen voor altijd Soph. Ai. 599.
Russian (Dvoretsky)
περίφαντος:
1) видимый отовсюду, открытый взорам (τύμβος Anth.);
2) явный, очевидный: π. ἁνὴρ θανεῖται Soph. муж этот явно умрет;
3) славный, знаменитый (Σαλαμίς Soph.).
Middle Liddell
περίφαντος, ον, = περιφανής
I. π. θανεῖται he will die in the sight of all, Soph.
II. famous, renowned, Soph.